Ορθοπεδικές Παθήσεις & Παθήσεις Σπονδυλικής Στήλης
Oλική αρθροπλαστική ισχίου
Η αρθροσκόπηση του ισχίου χρησιμοποιείται πλέον συστηματικά για την διάγνωση και την θεραπεία διαφόρων παθήσεων εντός και γύρω από την άρθρωση του ισχίου σε ασθενείς μικρής ηλικίας και σε αθλητές. Μέχρι τώρα αυτές οι παθήσεις θα είχαν αντιμετωπιστεί συντηρητικά, διακόπτοντας κάθε καταπόνηση ή αθλητική δραστηριότητα μέχρι να έρθει η ώρα της ολικής αρθροπλαστικής του ισχίου.
H αρθροσκόπηση του ισχίου δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα του ισχίου. Είναι όμως δυνατό να θεραπεύσει μεγάλη ποικιλία παθήσεων οι οποίες μέχρι τώρα παρέμεναν χωρίς αντιμετώπιση.
Οι αθλούμενοι καταπονούν σημαντικά το ισχίο τους με αποτέλεσμα την πρώιμη εμφάνιση βλαβών στον αρθρικό χόνδρο ή στον επιχείλιο χόνδρο του ισχίου. Σημαντικό ποσοστό των βλαβών είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί συντηρητικά χωρίς σημαντικά προβλήματα στην λειτουργία του ισχίου, αλλά ορισμένοι ασθενείς δεν βελτιώνονται με αποτέλεσμα την ανάγκη για χειρουργική θεραπεία.
Η αρθροσκόπηση του ισχίου παρέχει τα πλεονέκτηματα κάθε αρθροσκοπικής επέμβασης, δηλαδή την δυνατότητα πραγματοποίησης σύνθετων επεμβάσεων μέσα από μικρές τομές του δέρματος μειώνοντας σημαντικά τη νοσηρότητα και την βλάβη σε υγιείς ιστούς που προκαλούν οι ανοικτές επεμβάσεις. Η αρθροσκόπηση είναι σχετικά απλή, ασφαλής και ακίνδυνη επέμβαση και είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ως επέμβαση μίας ημέρας χωρίς νοσηλεία ή με παραμονή στο νοσοκομείο ένα βράδυ.
Oλική αρθροπλαστική γόνατος
Η ολική αρθροπλαστική έχει ως στόχο την αντικατάσταση της φθαρμένης με μία τεχνητή άρθρωση. Κατά την επέμβαση αφαιρείται τμήμα της φθαρμένης επιφάνειας του μηριαίου οστού και της κνήμης και αυτά αντικαθίστανται με μεταλλικές προθέσεις ίδιου πάχους. Οι μεταλλικές αυτές προθέσεις αρθρώνονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ενός ενθέτου από πλαστικό πολυαιθυλένιο. Τα μεταλλικά υλικά είναι δυνατό να τοποθετηθούν με ή χωρίς την παρεμβολή συνθετικού τσιμέντου στο οστό. Συνηθέστερα ακολουθείται μία υβριδική τεχνική με την οποία τοποθετείται τσιμέντο μόνο στην κνήμη αλλά όχι στο μηριαίο. Η οπίσθια επιφάνεια της πρόθεσης του μηριαίου έχει υποβληθεί σε κατάλληλη επεξεργασία και επικάλυψη με την οποία διευκολύνεται η ενσωμάτωση του υλικού στο οστό.
Oλική αρθροπλαστική ώμου
Η αρθροσκόπηση του ώμου είναι μία ελάχιστα παρεμβατική επέμβαση που βοηθά στη διάγνωση και αντιμετώπιση των ενδαρθρικών αλλά και εξωαρθρικών προβλημάτων του ώμου. Με την επέμβαση αυτή είναι δυνατό να εξετασθούν οπτικά αλλά και ψηλαφητικά όλα τα στοιχεία της άρθρωσης του ώμου, δηλαδή ο επιχείλιος χόνδρος, οι σύνδεσμοι, ο τένοντας του δικεφάλου, ο αρθρικός χόνδρος που επενδύει τα οστά, καθώς και οι τένοντες του υποπλατίου, του υπερακανθίου και του υπακανθίου που αποτελούν το τενόντιο πέταλο του ώμου.
Η άρθρωση του ώμου δημιουργείται από την σύνδεση του βραχιονίου οστού με την ωμογλήνη. Οι επιφάνειες των οστών καλύπτονται από αρθρικό χόνδρο και συνδέονται μεταξύ τους αρχικά με τους πρόσθιους και οπίσθιους γληνοβραχιόνιους συνδέσμους. Σε περίπτωση εξαρθρήματος του ώμου η κεφαλή του βραχιονίου οστού παρεκτοπίζεται συνήθως προς τα εμπρός με αποτέλεσμα την αποκόλληση των συνδέσμων.
Ρήξη επιγονατιδικού τένοντα
Οι ρήξεις του επιγονατιδικού τένοντα μπορεί να είναι πλήρεις ή μερικές.
Μερικές ρήξεις: Πολλές ρήξεις δεν εκτείνονται σε όλο το μήκος των τενόντων. Για παράδειγμα, όταν ένα σχοινί διατείνεται κατά το μήκος του, κάποιες από τις ίνες του διατείνονται υπερβολικά αλλά το σύνολό τους είναι ακόμα ακέραιο, με την έννοια ότι δεν έχει ραγεί (σπάσει).
Πλήρεις ρήξεις: Μία πλήρης ρήξη «κόβει» τον τένοντα σε δύο κομμάτια. Όταν ο επιγονατιδικός τένοντας έχει υποστεί πλήρη ρήξη, τότε αυτός αποκολλάται πλήρως από την επιγονατίδα. Χωρίς την ακεραιότητα του τένοντα η έκταση του γόνατος είναι αδύνατη. Ορισμένες φορές, στις ρήξεις μπορεί να αποσπασθεί ένα κομμάτι οστού μαζί με τον τένοντα. Όταν όμως η ρήξη είναι το αποτέλεσμα μιας παθολογικής κατάστασης όπως π.χ. στις τενοντίτιδες, τότε η ρήξη συμβαίνει στο μέσον του τένοντα.
Ρήξη αχιλλείου τενοντα
Η ρήξη του Αχιλλείου τένοντα πραγματοποιείται με την ενεργοποίηση (σύσπαση) του γαστροκνημίου και εμφανίζεται με ξαφνικό πόνο. Ο ασθενής αισθάνεται σαν κάτι να τον χτύπησε από πίσω και συνήθως παρουσιάζει αδυναμία στήριξης στο πάσχον σκέλος και αδυναμία πελματιαίας κάμψης της ποδοκνημικής. Το σημείο της ρήξης είναι συνήθως 2,5-6 εκατοστά από το σημείο πρόσφυσης του τένοντα στην πτέρνα.
Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση. Το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν για τον ακριβή εντοπισμό του σημείου της ρήξης και στην ανάδειξη των ατελών ρήξεων.
Ρήξη τένοντα τετρακεφάλου
Οι ρήξεις του τετρακεφάλου τένοντα μπορεί να είναι πλήρεις ή μερικές.
- Μερικές ρήξεις: Πολλές ρήξεις δεν εκτείνονται σε όλο το μήκος του τένοντα. Για παράδειγμα, ένα σχοινί το οποίο δέχεται τάση, κάποιες από τις ίνες του διατείνονται υπερβολικά αλλά το σύνολο είναι ακόμα ακέραιο, με την έννοια ότι δεν έχει σπάσει.
- Πλήρεις ρήξεις: Μία πλήρης ρήξη τέμνει τον τένοντα σε 2 κομμάτια. Όταν ο τετρακέφαλος τένοντας έχει υποστεί πλήρη ρήξη, τότε αυτός αποκολλάται πλήρως από την επιγονατίδα. Χωρίς την πρόσφυση του τένοντα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η έκταση του γόνατος.
Κατάγματα άνω και κάτω άκρων
Τα κατάγματα είναι η λύση της συνεχείας του οστού. Οι άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται για τα κατάγματα είναι ρωγμή και σπάσιμο. Συνήθως γίνονται μετά από εξάσκηση βίας πάνω στο κόκαλο (πέσιμο, τροχαίο κλπ.). Η διάγνωση είναι συνήθως εύκολη και γίνεται με την κλινική εξέταση και ακτινογραφίες (σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να γίνει αξονική ή μαγνητική τομογραφία). Μόλις γίνει το κάταγμα, τις πρώτες 48 ώρες, δημιουργείται γύρω από αυτό αιμάτωμα. Εν συνεχεία ο οργανισμός με μια διαδικασία η οποία ονομάζεται πώρωση, μεταμορφώνει το αιμάτωμα σε κόκαλο. Αυτή η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από εβδομάδες έως μήνες και εξαρτάται από το είδος του κατάγματος και την ηλικία του ασθενούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κόκαλο δεν δείχνει να κολλά και χρειάζεται χειρουργική αντιμετώπιση.
Η πώρωση του κατάγματος γίνεται και δίχως να ακινητοποιήσουμε το κάταγμα. Η ακινητοποίηση του κατάγματος είτε με γύψο είτε χειρουργικά γίνεται για να τοποθετήσουμε το κάταγμα σε σωστή θέση. Σε ορισμένα κατάγματα όπως κατάγματα μεταταρσίων ο πάσχων θα έχει καλύτερο αποτέλεσμα εάν δεν υπάρξει ακινητοποίηση και συνεχίζει να βαδίζει μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συγκόλλησης.
Υπάρχουν πολλές κατηγορίες καταγμάτων και η κάθε μια από αυτές έχει τις ενδείξεις για τους τύπους της ακινητοποιήσεως που πρέπει ο ιατρός να χρησιμοποιήσει όταν αυτό είναι αναγκαίο.
Παθήσεις Σπονδυλικής Στήλης
- Κύφωση
- Σκολίωση
- Λόρδωση
- Διδασκαλία σωστής στάσης
- μυική ενδυνάμωση ράχης
- Οσφυοισχιαλγία
- Κήλες μεσοσπονδύλιου δίσκου κ.α.